- Ἀθηνοδώρου
- Ἀθηνόδωροςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Ζηνοβία — I (3ος αι. μ.Χ.). Βασίλισσα της Παλμύρας (267 273 μ.Χ.). Η Ζ., που ισχυριζόταν ότι η Σεμίραμις ανήκε στην οικογένειά της, όπως επίσης και η Κλεοπάτρα, ήταν μάλλον ιουδαϊκής καταγωγής. Όμορφη, μελαχρινή, με σπινθηροβόλο πνεύμα, υπήρξε μία από τις… … Dictionary of Greek
Παλμύρα — Αρχαία πόλη στην ομώνυμη όαση της συριακής ερήμου. Το εμπόριο των καραβανιών δημιούργησε τον πλούτο της πόλης, η οποία τον 3o αι. μ.Χ. έπαιξε σημαντικότατο ρόλο εξαιτίας της πρόθεσης των Ρωμαίων αυτοκρατόρων να καταλάβουν το έδαφος των Πάρθων για … Dictionary of Greek